- ρούφηγμα
- το, -ατοςτο να ρουφά κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρούφηγμα — το, Ν [ρουφώ] η ρόφηση, το να ρουφά κανείς κάτι … Dictionary of Greek
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
αναρροιβδώ — ἀναρροιβδῶ ( έω) (Α) [ροιβδώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα … Dictionary of Greek
αναρροφώ — (Α ἀναρροφῶ, έω) [ροφώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ νεοελλ. μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό … Dictionary of Greek
αναρρόφηση — Η αφαίρεση από διάφορους ιστούς ή κοιλότητες του σώματος υγρών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί από φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Η α. γίνεται με τη βοήθεια λεπτών σωληνώσεων και μιας αναρροφητικής αντλίας προσαρμοσμένης στην έξοδο. Χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
βύζαγμα — και βύζασμα, το [βυζαίνω] 1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα 3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα … Dictionary of Greek
λάψις — λάψις, ἡ (Α) [λάπτω] η ρόφηση, το ρούφηγμα … Dictionary of Greek
μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… … Dictionary of Greek
πρεζάρισμα — ατος, το, Ν [πρεζάρω] η λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικής ουσίας με ρούφηγμα από τη μύτη … Dictionary of Greek